Ποιες λύσεις προσφέρουν οι τράπεζες για να δώσουν διέξοδο στους δανειολήπτες που αδυνατούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους λόγω μείωσης των εισοδημάτων τους.
Περιοριστικό παράγοντα σε αυτές τις περιπτώσεις αποτελεί η ηλικία του δανειολήπτη, η οποία στη λήξη του δανείου δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα 65-70 έτη, ανάλογα με την πολιτική της κάθε τράπεζας.
Για παράδειγμα, για μια οφειλή της τάξεως των 100.000 ευρώ με επιτόκιο 4,5% και διάρκεια εξόφλησης τα 20 έτη, η μηνιαία δόση ανέρχεται σε 635 ευρώ. Αν η διάρκεια εξόφλησης αυξηθεί στα 25 έτη, η δόση πέφτει στα 555 ευρώ, ενώ στα 30 έτη υποχωρεί στα 507 ευρώ. Ωστόσο η διευκόλυνση αυτή κοστίζει σε τόκους. Συγκεκριμένα, για τα επιπλέον πέντε έτη ο δανειολήπτης θα πληρώσει παραπάνω τόκους ύψους 15.000 ευρώ και για τα 10 έτη 30.000 ευρώ.
Πηγή : Το Βήμα
Πληθώρα λύσεων αναχρηματοδότησης προσφέρουν οι τράπεζες δίνοντας διέξοδοστους δανειολήπτες που δεν μπορούν λόγω της μείωσης των εισοδημάτων τους να αντεπεξέλθουν στις μηνιαίες δόσεις τους. Μετά το ξέσπασμα της κρίσης τα καταστήματα των πιστωτικών ιδρυμάτων τείνουν να εξελιχθούν σε κέντρα...αναδιάρθρωσης οφειλών λόγω της αυξημένης ζήτησης για ρύθμιση στεγαστικών καικαταναλωτικών δανείων από νοικοκυριά που αντιμετωπίζουν σημαντικές οικονομικές δυσκολίες.
Σε αυτές τις περιπτώσεις οι τράπεζες προχωρούν σε αλλαγή των όρων εξόφλησης των δανείων που έχουν χορηγήσει στο παρελθόν μειώνοντας κατ΄ αυτόν τον τρόπο τη μηνιαία δόση είτε σε προσωρινή είτε σε μόνιμη βάση. Τα «όπλα» πουχρησιμοποιούν για να το πετύχουν αυτό είναι η επιμήκυνση της διάρκειαςεξόφλησης, η παροχή περιόδου χάριτος, η μεταφορά υπολοίπων σε προγράμματαμε χαμηλότερα επιτόκια ή ακόμη και το «κούρεμα» μιας οφειλής.
Βέβαια οι τράπεζες ελέγχουν εξονυχιστικά τα σχετικά αιτήματα και διευκολύνουν μόνον όσους αποδεδειγμένα δεν μπορούν να συνεχίσουν την αποπληρωμή των δανείων τους. Οι παροχές αυτές δεν προσφέρονται δωρεάν, καθώς ο δανειολήπτηςμπορεί μεν να πληρώνει μικρότερη δόση αλλά τελικώς επιβαρύνεται με περισσότερους τόκους.
Με την αλλαγή των όρων εξόφλησης των στεγαστικών δανείων τα οποία έχουν χορηγήσει στο παρελθόν προσπαθούν οι τράπεζες να αντιμετωπίσουν τις καθυστερήσεις στην εξόφληση των μηνιαίων δόσεων σε περιπτώσεις που ο δανειολήπτης έχει πραγματικά ανάγκη. Τους τελευταίους μήνες δεν ήταν μόνο οι περικοπές στα εισοδήματα των δανειοληπτών που επιδείνωσαν το πρόβλημα. Επιβάρυνση προκάλεσαν τόσο η πορεία των επιτοκίων όσο και η κίνηση των συναλλαγματικών ισοτιμιών για όσους δανειοδοτήθηκαν σε ξένο νόμισμα.
Πλέον, με τη χειροτέρευση της κρίσης χρέους, δίνεται μια ανάσα σε αυτές τις περιπτώσεις. Συγκεκριμένα ευνοούνται όσοι έχουν δάνειο κυμαινόμενου επιτοκίου, καθώς οι τελευταίες εξελίξεις στις αγορές αναγκάζουν την ΕΚΤ να πατήσει «φρένο» στις αυξήσεις των επιτοκίων της, τα οποία αναμένονταν να ενισχυθούν περαιτέρω ως το τέλος του έτους. Πλέον οι περισσότερες προβλέψεις κάνουν λόγο για μείωσή τους, ακόμη και στο επίπεδο του 1%.
Επιπλέον, σαν «μάννα εξ ουρανού» ήλθε για όσους έχουν λάβει στεγαστικό δάνειο σε ελβετικό φράγκο η απόφαση της κεντρικής τράπεζας της χώρας για την επιβολή ανώτατου ορίου στην ισοτιμία του νομίσματός της με το ευρώ, το οποίο έφθασε μέσα στο καλοκαίρι να υποτιμάται ως και 60% σε σχέση με το υψηλό της τελευταίας τριετίας.
Οι μηνιαίες δόσεις των στεγαστικών δανείων μπορούν να μειωθούν με διάφορους τρόπους. Οι τράπεζες προχωρούν σε αναδιάρθρωση μιας οφειλής αφού διαπιστώσουν ότι όντως ο πελάτης τους αντιμετωπίζει πρόβλημα στην εξόφλησή της. Αν τελικώς αποφασίσουν να ρυθμίσουν το δάνειο, υπάρχει η πιθανότητα να αυξήσουν και το επιτόκιο δανεισμού ως «αντάλλαγμα» για την παροχή της διευκόλυνσης.
Πλαφόν στη μηνιαία δόση με βάση τη μεταβολή της ισοτιμίας ευρώ- ελβετικού φράγκου θέτει η Τράπεζα της Ελβετίας μετά την απόφασή της να προχωρήσει στην επιβολή ανώτατου ορίου στις διακυμάνσεις της σχέσης των δύο νομισμάτων. Πλέον δεν μπορεί να ξεπεράσει το επίπεδο του 1,20, έτσι οι δανειολήπτες θα μπορούν να υπολογίσουν τη μέγιστη δόση που θα πληρώνουν λόγω των μεταβολών της ισοτιμίας.
Από την άλλη, ευνοούνται από τα μηδενικά επιτόκια του νομίσματος, τα οποία στην τρίμηνη διάρκεια φθάνουν το 0,1%, ενώ στον μήνα είναι αρνητικά (-0,1%). Το τελικό κυμαινόμενο επιτόκιο για τα δάνεια που έχουν δοθεί τα τελευταία χρόνια δεν ξεπερνά στην πλειονότητα των περιπτώσεων το επίπεδο του 2,50%. Ουσιαστικά, το ύψος του διαμορφώνεται πλέον με βάση το περιθώριο κέρδους της τράπεζας, αφού ο δείκτης αναφοράς (Libor) βρίσκεται γύρω στο μηδέν.
Σε αυτές τις περιπτώσεις οι τράπεζες προχωρούν σε αλλαγή των όρων εξόφλησης των δανείων που έχουν χορηγήσει στο παρελθόν μειώνοντας κατ΄ αυτόν τον τρόπο τη μηνιαία δόση είτε σε προσωρινή είτε σε μόνιμη βάση. Τα «όπλα» πουχρησιμοποιούν για να το πετύχουν αυτό είναι η επιμήκυνση της διάρκειαςεξόφλησης, η παροχή περιόδου χάριτος, η μεταφορά υπολοίπων σε προγράμματαμε χαμηλότερα επιτόκια ή ακόμη και το «κούρεμα» μιας οφειλής.
Βέβαια οι τράπεζες ελέγχουν εξονυχιστικά τα σχετικά αιτήματα και διευκολύνουν μόνον όσους αποδεδειγμένα δεν μπορούν να συνεχίσουν την αποπληρωμή των δανείων τους. Οι παροχές αυτές δεν προσφέρονται δωρεάν, καθώς ο δανειολήπτηςμπορεί μεν να πληρώνει μικρότερη δόση αλλά τελικώς επιβαρύνεται με περισσότερους τόκους.
Με την αλλαγή των όρων εξόφλησης των στεγαστικών δανείων τα οποία έχουν χορηγήσει στο παρελθόν προσπαθούν οι τράπεζες να αντιμετωπίσουν τις καθυστερήσεις στην εξόφληση των μηνιαίων δόσεων σε περιπτώσεις που ο δανειολήπτης έχει πραγματικά ανάγκη. Τους τελευταίους μήνες δεν ήταν μόνο οι περικοπές στα εισοδήματα των δανειοληπτών που επιδείνωσαν το πρόβλημα. Επιβάρυνση προκάλεσαν τόσο η πορεία των επιτοκίων όσο και η κίνηση των συναλλαγματικών ισοτιμιών για όσους δανειοδοτήθηκαν σε ξένο νόμισμα.
Πλέον, με τη χειροτέρευση της κρίσης χρέους, δίνεται μια ανάσα σε αυτές τις περιπτώσεις. Συγκεκριμένα ευνοούνται όσοι έχουν δάνειο κυμαινόμενου επιτοκίου, καθώς οι τελευταίες εξελίξεις στις αγορές αναγκάζουν την ΕΚΤ να πατήσει «φρένο» στις αυξήσεις των επιτοκίων της, τα οποία αναμένονταν να ενισχυθούν περαιτέρω ως το τέλος του έτους. Πλέον οι περισσότερες προβλέψεις κάνουν λόγο για μείωσή τους, ακόμη και στο επίπεδο του 1%.
Επιπλέον, σαν «μάννα εξ ουρανού» ήλθε για όσους έχουν λάβει στεγαστικό δάνειο σε ελβετικό φράγκο η απόφαση της κεντρικής τράπεζας της χώρας για την επιβολή ανώτατου ορίου στην ισοτιμία του νομίσματός της με το ευρώ, το οποίο έφθασε μέσα στο καλοκαίρι να υποτιμάται ως και 60% σε σχέση με το υψηλό της τελευταίας τριετίας.
Οι μηνιαίες δόσεις των στεγαστικών δανείων μπορούν να μειωθούν με διάφορους τρόπους. Οι τράπεζες προχωρούν σε αναδιάρθρωση μιας οφειλής αφού διαπιστώσουν ότι όντως ο πελάτης τους αντιμετωπίζει πρόβλημα στην εξόφλησή της. Αν τελικώς αποφασίσουν να ρυθμίσουν το δάνειο, υπάρχει η πιθανότητα να αυξήσουν και το επιτόκιο δανεισμού ως «αντάλλαγμα» για την παροχή της διευκόλυνσης.
Πλαφόν στη μηνιαία δόση με βάση τη μεταβολή της ισοτιμίας ευρώ- ελβετικού φράγκου θέτει η Τράπεζα της Ελβετίας μετά την απόφασή της να προχωρήσει στην επιβολή ανώτατου ορίου στις διακυμάνσεις της σχέσης των δύο νομισμάτων. Πλέον δεν μπορεί να ξεπεράσει το επίπεδο του 1,20, έτσι οι δανειολήπτες θα μπορούν να υπολογίσουν τη μέγιστη δόση που θα πληρώνουν λόγω των μεταβολών της ισοτιμίας.
Από την άλλη, ευνοούνται από τα μηδενικά επιτόκια του νομίσματος, τα οποία στην τρίμηνη διάρκεια φθάνουν το 0,1%, ενώ στον μήνα είναι αρνητικά (-0,1%). Το τελικό κυμαινόμενο επιτόκιο για τα δάνεια που έχουν δοθεί τα τελευταία χρόνια δεν ξεπερνά στην πλειονότητα των περιπτώσεων το επίπεδο του 2,50%. Ουσιαστικά, το ύψος του διαμορφώνεται πλέον με βάση το περιθώριο κέρδους της τράπεζας, αφού ο δείκτης αναφοράς (Libor) βρίσκεται γύρω στο μηδέν.
Τρεις τρόποι για την ελάφρυνση του λογαριασμού
1. Επιμήκυνση της διάρκειας εξόφλησης
Οσο περισσότερο αυξάνεται η διάρκεια του στεγαστικού δανείου τόσο μειώνεται η μηνιαία δόση. Ωστόσο μειονέκτημα αποτελεί το γεγονός ότι σε αυτή την περίπτωση αυξάνονται οι συνολικοί τόκοι που θα κληθεί να πληρώσει το νοικοκυριό.Περιοριστικό παράγοντα σε αυτές τις περιπτώσεις αποτελεί η ηλικία του δανειολήπτη, η οποία στη λήξη του δανείου δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα 65-70 έτη, ανάλογα με την πολιτική της κάθε τράπεζας.
Για παράδειγμα, για μια οφειλή της τάξεως των 100.000 ευρώ με επιτόκιο 4,5% και διάρκεια εξόφλησης τα 20 έτη, η μηνιαία δόση ανέρχεται σε 635 ευρώ. Αν η διάρκεια εξόφλησης αυξηθεί στα 25 έτη, η δόση πέφτει στα 555 ευρώ, ενώ στα 30 έτη υποχωρεί στα 507 ευρώ. Ωστόσο η διευκόλυνση αυτή κοστίζει σε τόκους. Συγκεκριμένα, για τα επιπλέον πέντε έτη ο δανειολήπτης θα πληρώσει παραπάνω τόκους ύψους 15.000 ευρώ και για τα 10 έτη 30.000 ευρώ.
2. Παροχή περιόδου χάριτος
Στην προκειμένη περίπτωση ο δανειολήπτης για ένα διάστημα που μπορεί να κυμαίνεται από λίγους μήνες και να φθάσει ακόμη και τα τρία έτη μπορεί να επιτύχει μείωση της δόσης του, καταβάλλοντας μόνο τους τόκους του δανείου. Για ένα δάνειο 20ετούς διάρκειας ύψους 100.000 ευρώ, με επιτόκιο 4,50%, η μηνιαία δόση πέφτει από τα 635 ευρώ στα 375 ευρώ αν παρασχεθεί από την τράπεζα περίοδος χάριτος. Ωστόσο για όσο διάστημα καταβάλλονται μόνο οι τόκοι το υπόλοιπο του δανείου παραμένει το ίδιο, με αποτέλεσμα οι δόσεις στη συνέχεια να είναι αυξημένες. Ετσι αν χρησιμοποιηθεί στο συγκεκριμένο παράδειγμα περίοδος χάριτος ενός έτους, η μηνιαία δόση μετά την παρέλευσή του θα διαμορφωθεί στα 655 ευρώ, επιβαρύνοντας τον δανειολήπτη συνολικά με περίπου 1.600 ευρώ. Οσο μεγαλύτερη η περίοδος χάριτος τόσο υψηλότερες θα είναι η δόση και η συνολική επιβάρυνση για το δάνειο.3. Αναστολή πληρωμής δόσεων
Σε ακραίες περιπτώσεις όπου τα εισοδήματα δεν επαρκούν για την πληρωμή των δόσεων, οι τράπεζες μπορούν να παράσχουν μια περίοδο χάριτος, κατά τη διάρκεια της οποίας δεν καταβάλλονται δόσεις. Οι τόκοι στην προκειμένη περίπτωση κεφαλαιοποιούνται, αυξάνοντας το συνολικό χρέος, τις μελλοντικές δόσεις και τους τόκους. Στο προηγούμενο παράδειγμα αν επιλεγεί περίοδος χάριτος δύο ετών, οι τόκοι αυτής της περιόδου ύψους 9.000 ευρώ θα κεφαλαιοποιηθούν, αυξάνοντας το χρέος σε 109.000 ευρώ. Με εναπομένουσα διάρκεια 18 έτη, η νέα δόση θα διαμορφωθεί σε 740 ευρώ, ενώ οι τόκοι θα αυξηθούν κατά 7.000 ευρώ.Πηγή : Το Βήμα

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου